Νυφικό... με ιστορία

Κατηγορία - Νύφη & Γαμπρός


Το πιο πολύτιμο ένδυμα στη ζωή μιας γυναίκας, το νυφικό, δεν έχει μόνον τούλια και δαντέλες αλλά και…μακριά ουρά! Αποτελεί έναν ιστορικά ευαίσθητο δείκτη και μάρτυρα των αισθητικών μέτρων κάθε εποχής αλλά και των αλλαγών που προκάλεσαν οι εκάστοτε πολιτικές, πολιτισμικές και κοινωνικές συνθήκες στην αντιμετώπιση του θεσμού του γάμου. Διαβάστε τι πέρασε ανά τους αιώνες!

status και προνόμιο των λίγων. Τι γνωρίζουμε όμως ειδικότερα για τα νυφικά του μακρινού παρελθόντος, όπως για παράδειγμα  της αρχαίας Ελλάδας, της  Αιγύπτου, της Μεσοποταμίας και ποια ήταν τα δικαιώματα της νύφης απέναντι σε ένα τόσο σημαντικό γεγονός της ζωής της όπως ο γάμος; Πως εξελίχθηκε το νυφικό στη Δύση, στη Ρωμαϊκή εποχή, στο Μεσαίωνα, την Αναγέννηση και στις άλλες ιστορικές εποχές μέχρι τις μέρες μας;

 

Αρχαία Ελλάδα

Για τους γάμους στην αρχαία Ελλάδα, γνωρίζουμε  ότι τόσο το φόρεμα, η «νυμφική εσθήτα» όσο και τα νυφικά παπούτσια, οι «νυμφίδες» ήταν πιθανότατα διαφορετικά από την καθημερινή ενδυμασία. Υπήρχαν πορφυρόχρωμα αλλά και λευκά νυφικά. Το λευκό συμβόλιζε τη χαρά και την αγνότητα. Ιδιαίτερη σημασία δίνονταν στο πέπλο που κάλυπτε το κεφάλι της νύφης και το οποίο μπορούσε να αφιερώσει μετά τον γάμο σε κάποια θεά- προστάτιδα του γάμου, όπως η Ήρα.

Πέπλος ήταν επίσης η ονομασία που έδιναν σε ένα βασικό τύπο γυναικείου ενδύματος που τον χρησιμοποιούσαν και στις γαμήλιες τελετές. Πρόκειται για ένα κυλινδρικό ρούχο αρκετά φαρδύ και με μάκρος τουλάχιστον 50 πόντους μεγαλύτερο από το κανονικό, το οποίο αναδιπλώνονταν προς τα έξω στο ύψος των ώμων και στερεώνονταν στο σημείο αυτό με περόνες. Μπορούσε ακόμα να συγκρατηθεί στο σώμα με ιμάντες, κορδόνια, είδη ζώνης και εξαιτίας του περίσσιου φάρδους του ή της επεξεργασίας του υφάσματος να δημιουργεί πτυχώσεις. 

Καθώς ο γάμος  στην αρχαία Ελλάδα αποτελούσε ένα είδος κοινωνικού συμβολαίου αλλά και οικονομικής συναλλαγής όπου η προίκα ήταν απαραίτητη, σημαντική ήταν η παρουσία μαρτύρων και όχι τόσο κάποιου ιερέα. Επιπλέον η νύφη δε διέθετε κανένα δικαίωμα ως προς την επιλογή του συντρόφου της. Έτσι ακολουθούσε το θέλημα του πατέρα-κηδεμόνα της και συναντούσε τον σύντροφο της ίσως και για πρώτη φορά στη γαμήλια τελετή. Ο έρωτας ανάμεσα στο ζευγάρι ήταν μάλλον σπάνιος. Ιδιαίτερες αναφορές στο ερωτικό θέμα  έγιναν μόλις τον 3ο αιώνα, στις κωμωδίες που έγραψε ο Μένανδρος.

Ποια ήταν τα δικαιώματά της μελλόνυμφης σχετικά με την επιλογή νυφικού, δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε με ακρίβεια. Οι γυναίκες στην αρχαία Ελλάδα ωστόσο συνήθως ύφαιναν και έραβαν μόνες τους τα υφάσματα των ενδυμάτων τους, χωρίς να αποκλείεται παράλληλα και η αγορά έτοιμων ειδών.  Ενδεχομένως, το προσωπικό  γούστο της νύφης να έπαιζε κάποιο ρόλο για την τελική διαμόρφωση του νυφικού όπως για παράδειγμα στα ιδιαίτερα διακοσμητικά μοτίβα του υφάσματος ή στα κοσμήματα.

Στη Σπάρτη, σύμφωνα με τον Πλούταρχο, οι νεαροί παντρεύονταν κλέβοντας τη νύφη. Μια «νυμφεύτρια» την παραλάμβανε για να της κόψει σύρριζα τα μαλλιά και να την ντύσει με ένα γελοίο φόρεμα και με ανδρικά παπούτσια. Μετά την πλάγιαζε σε ένα αχυρένιο στρώμα όπου και δεχόταν τις ερωτικές επισκέψεις του συζύγου της τις βραδινές ώρες. Συχνά, αποκτούσε παιδιά χωρίς να έχει δει ποτέ τον άντρα της με το φως της ημέρας!

 

Αίγυπτος

Στην Αίγυπτο η μεταφορά της κοπέλας με την προίκα της, από το πατρικό της στο σπίτι του αρραβωνιαστικού της, αποτελούσε το σημαντικότερο μέρος της γαμήλιας τελετής. Η μεταφορά σήμαινε την μετάβαση από ένα προηγούμενο στάδιο ζωής, σε ένα επόμενο. Παρότι ο γάμος συνήθως προαποφασιζόταν από τους γονείς ή τους ανώτερους αξιωματούχους, οι μελλόνυμφοι διέθεταν κάποιες ελευθερίες και μπορούσαν να παντρευτούν ακόμη και από έρωτα! Δεν γνωρίζουμε κάτι ιδιαίτερο για την ένδυσή τους στη γαμήλια τελετή, καθώς στα πενιχρά κείμενα και εικονογραφημένα έγγραφα που διασώθηκαν, σπάνια γίνεται λόγος για τον γάμο. Περισσότερες πληροφορίες μας δίνουν, τα  ρεαλιστικά αγάλματα στα οποία παρουσιάζονται οι δύο σύζυγοι σε όρθια ή καθιστή θέση. Οι άντρες φορούν  ένα είδος ποδιάς, το λεγόμενο σέντι, ενώ από πάνω ο κορμός τους παραμένει συνήθως γυμνός. Οι Φαραώ, κυρίως, φορούν  επιπλέον μία τουνίκ και έναν μανδύα που τυλίγεται με διάφορους τρόπους γύρω από το σώμα και στερεώνεται με κόμπο. Πρόκειται για το βασιλικό χάϊκ. Οι γυναίκες καλύπτουν το σώμα τους σε μεγαλύτερο βαθμό : με φορέματα εφαρμοστά μέχρι τον αστράγαλο, με το χάϊκ όταν πρόκειται για βασίλισσες, και με  απλούς μανδύες. Οι καμπύλες του γυναικείου σώματος διαγράφονται έντονα κάτω από τα ενδύματά τους και συχνά το στήθος ή μέρος του στήθους μένει ακάλυπτο, όταν το φόρεμα συγκρατείται στους ώμους με μια ή δυο τιράντες.

Το λευκό χρώμα στην αιγυπτιακή ενδυμασία επιβαλλόταν ούτως ή άλλως από τη θρησκεία, καθώς συμβόλιζε την καθαρότητα. Πολύχρωμα ρούχα εμφανίζονται σπανιότερα. Το χρώμα υπήρχε περισσότερο στα κοσμήματα, στα κολάρα και στις ζώνες. Οι Αιγύπτιοι έδειχναν προτίμηση στα ημιδιάφανα λινά υφάσματα τα οποία και πλισάριζαν συστηματικά μετά από κάθε πλύση. Η περούκα, η χρήση θρησκευτικών κυρίως συμβόλων στα κοσμήματα και στα αξεσουάρ και το μακιγιάζ  ήταν επίσης διαδεδομένα και στα δύο φύλα. Ιερό χρώμα θεωρούσαν ακόμα το χρυσό, καθώς συμβόλιζε την άφθαρτη δύναμη του θεού Ήλιου.  

 

Μεσοποταμία- Βυζάντιο- Ρώμη

Στον μεσοποταμιακό πολιτισμό σύμφωνα με τον ασσυριακό νόμο, ο γάμος συνίστατο στην παράδοση της γυναίκας στον άνδρα της. Όταν  οι νυμφευόμενοι ήταν άτομα της ελεύθερης τάξης, ο άντρας σκέπαζε με πέπλο τη γυναίκα του μπροστά σε μάρτυρες και δήλωνε: «Αυτή είναι η γυναίκα μου». Αν ο σύζυγος διέθετε  παράλληλα μια παλλακίδα , αυτή κατείχε υποδεέστερη θέση και έπρεπε σε δημόσιους χώρους να χρησιμοποιεί βέλο. Βασικά στοιχεία της γυναικείας ενδυμασίας ήταν οι μακριές τουνίκ, οι εσάρπες και οι μανδύες που τυλίγονταν γύρω από το σώμα. Η χρήση του βέλου έγινε νόμος για όλες τις γυναίκες ανεξαιρέτως, το 1200 π.χ.

Στο Βυζάντιο, ο ιερέας στη γαμήλια τελετή με ένα είδος σπαθιού ανασήκωνε το νυφικό πέπλο και αποκάλυπτε το πρόσωπο της νύφης. Οι βυζαντινές θρησκευτικές αντιλήψεις επέβαλλαν την πλήρη κάλυψη του γυναικείου σώματος με φορέματα σχετικά φαρδιά που έφταναν μέχρι το έδαφος και διέθεταν μακριά μανίκια. Ως πανωφόρια χρησιμοποιούσαν μανδύες και ανατολίτικου τύπου παλτά, όπως το καφτάνι. Στο κεφάλι οι παντρεμένες γυναίκες φορούσαν συνήθως το μαφόριο, ένα είδος μαντήλας ή πέπλου. Οι νύφες συνήθιζαν να βάφουν τα μαλλιά τους κόκκινα την παραμονή του γάμου.

Στην αρχαία Ρώμη οι νύφες την προηγούμενη μέρα του γάμου τύλιγαν τα μαλλιά τους σε ένα κόκκινο δίχτυ. Το νυφικό τους, αποτελούσε μια άσπρη τουνίκ που στηρίζονταν με ένα μάλλινο κορδόνι-ζώνη, σε σχήμα διπλού κόμπου, τον οποίο θα έπρεπε να λύσει ο γαμπρός. Από πάνω φορούσαν έναν κιτρινωπό μανδύα και ένα  βέλο, ονόματι flammeum. Αυτό διέθετε επίσης φλογερό κίτρινο χρώμα και μερικές φορές  το συνδύαζαν με ασορτί κίτρινα παπούτσια. Η κάλυψη του κεφαλιού των γυναικών με βέλο αποτελούσε ένδειξη ενάρετης ζωής αλλά επίσης υποδήλωνε το γεγονός ότι οι γυναίκες αυτές ήταν παντρεμένες, σε αντίθεση με τις ελεύθερες κοπέλες οι οποίες κυκλοφορούσαν με τα μαλλιά τους ακάλυπτα ή τις εταίρες και γενικότερα τις γυναίκες χαμηλών ηθών. Οι συμβολισμοί αυτοί μεταφέρθηκαν και στους ενδυματολογικούς κώδικες του Μεσαίωνα αλλά και στην παραδοσιακή ενδυμασία ανά τους αιώνες, μέσω της χριστιανικής θρησκείας.

 

Μεσαίωνας-Αναγέννηση-Μπαρόκ-Ροκοκό- Νεοκλασσικισμός-Ρομαντισμός-Τέλη 19ου αιώνα- 20ος-21ος αιώνας

Στο Μεσαίωνα φαίνεται ότι το λευκό χρησιμοποιήθηκε σε κάποιες περιπτώσεις στα νυφικά ως στοιχείο παρθενίας. Δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι την εποχή αυτή χρησιμοποιήθηκαν άλλες φόρμες ενδυμάτων για την τελετή του γάμου, πέρα από τις καθημερινές. Σταδιακά, υιοθετήθηκε μια χυτή φόρμα γυναικείου ρούχου με εφαρμοστό κορσάζ και φούστα που έπεφτε με ωραίες πλούσιες πτυχώσεις από τους γοφούς και κάτω. Στις ανώτερες τάξεις διέθετε μεγάλη ουρά και κατασκευάζονταν από ολοένα και πιο πλούσια υφάσματα, ιδιαίτερα μετά τη λήξη των Σταυροφοριών, το 1270.

Η έντονη πολυτέλεια της ενδυμασίας των ανατολικών λαών, η χρήση γούνας όπως η ερμίνα, η ζιμπελίνα και τα εντυπωσιακά μεταξωτά δαμασκηνά και μπροκάρ υφάσματα άρχισαν να γίνονται περισσότερο δημοφιλή και προσιτά στη Δύση. Τα δυτικά ρούχα έγιναν πιο εφαρμοστά, καθώς οι ράφτες αξιοποίησαν τις γνώσεις κοπής και ραφής της Ανατολής, που είχαν αναπτυχτεί ήδη στους παλαιότερους αυτούς πολιτισμούς.

Οι εισβολές των Αράβων στην Ευρώπη από τον 8ο αιώνα και μετά, είχαν επίσης συμβάλλει στη διακίνηση πολυτελών υφασμάτων και ανατολίτικων σχεδίων.

Στη Γοτθική εποχή φορέθηκε ένας τύπος σαραφάν πάνω από το φόρεμα, από όλες τις κοινωνικές τάξεις και με την ανάλογη –ή όχι- πολυτέλεια. Μακριές κάπες με ουρά και φαρδιά παλτό-ρόμπες αποτελούσαν τα πανωφόρια. Οι γυναίκες της Δύσης υιοθέτησαν ακόμη από την Ανατολή, τη μόδα να καλύπτουν το κεφάλι τους με εντυπωσιακά καπέλα και βέλα.

Μια εικόνα για την εκζήτηση στο ύφος των ενδυμάτων δίνει ο μεταγενέστερος πίνακας του Ανόν με τίτλο: Ο γάμος του Βοκάκκιου Αντιμάρι , του 15ου αιώνα, στη Φλωρεντία.

Οι καλεσμένοι φορούν τόσο πλούσια ρούχα, ώστε μοιάζουν με εξωτικά όντα. Ακόμη και οι μουσικοί είναι εξίσου πλούσια ντυμένοι. Η νύφη κάθεται στο βάθος  και διακρίνεται από τη νεανική της φιγούρα και το ανοιχτόχρωμο φόρεμα.

Στην ύστερη Αναγέννηση και ειδικά στην Αγγλία του 16ο αιώνα, στις υψηλότερες τάξεις το νυφικό μπορούσε να είναι λευκό, μια που το χρώμα αυτό σηματοδοτούσε ένα είδος ανώτερης αριστοκρατικής ζωής, όπου το λευκό ρούχο δεν κινδύνευε να λερωθεί εξαιτίας μιας χειρωνακτικής εργασίας. Οι ανώτερες τάξεις εμφανίζονταν με ειδικά ενισχυμένους κορσέδες, κρινολίνα και πλούσια διακοσμημένα υφάσματα με πολύτιμους λίθους, τόσο στις επίσημες κοινωνικές περιστάσεις, όσο και στους γάμους. Αντίθετα, οι γυναίκες κατωτέρων τάξεων παντρεύονταν συνήθως φορώντας τα καλύτερα τους ρούχα, εφόσον βέβαια τα διέθεταν, συνήθεια που συνεχίστηκε στον 20ο αιώνα μέχρι και τον

Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο. Τότε, οι γυναίκες λόγω ανέχειας χρησιμοποιούσαν για νυφικό ακόμη και τη στρατιωτική τους στολή! Χρησιμοποίησαν μέχρι και το μετάξι του αλεξίπτωτου, το μόνο διαθέσιμο πολυτελές υλικό που υπήρχε τότε, για την κατασκευή του νυφικού!

Την εποχή του Μπαρόκ (17ος αιώνας) και του Ροκοκό (18ος  αιώνας) το αυλικό κοστούμι ταυτίζονταν και πάλι με το νυφικό, ακολουθώντας τις ίδιες γραμμές και υλικά, όπως και στην επίσημη μόδα της μοναρχίας. Κορσέδες και φουρό διαφοροποιήθηκαν ελαφρά και η χρήση της δαντέλας απογειώθηκε. Τα γυναικεία παπούτσια ήταν ιδιαίτερα λεπτεπίλεπτα και οι  κυρίες έπρεπε να κρατούν τις ευαίσθητες ισορροπίες, ανάμεσα στο τελετουργικό της Αυλής και στην έκλυση των ηθών της, ειδικά στην Γαλλική πρωτεύουσα. Οι απλές θνητές δεν χρησιμοποιούσαν κάποιο ιδιαίτερο είδος νυφικού.  

Όταν μετά την Γαλλική Επανάσταση, το 1789, έγινε της μόδας η γραμμή empire, δηλαδή τα ψηλόμεσα φορέματα εμπνευσμένα από την αρχαιοελληνική και τη ρωμαϊκή μόδα, προτιμήθηκαν οι λευκές αποχρώσεις, τα ημιδιάφανα υφάσματα, όπως οι μουσελίνες, τα μεταξωτά και τα βουάλ, καθώς και το ινδικό βαμβάκι το λεγόμενο mull. Η γυναικεία φιγούρα έμοιαζε απελευθερωμένη από τους περιορισμούς των κορσέδων και των φουρό της εποχής του ροκοκό. Εντούτοις λευκά νυφικά φόρεσαν κατά κανόνα και πάλι γυναίκες προερχόμενες από τα ανώτερα στρώματα. Ένα σωζόμενο λευκό νυφικό της εποχής (1804) φυλάσσεται στο Metropolitan Museum of Arts, στη Νέα Υόρκη. Έχει ραφτεί από mull κεντημένο με χοντρή λευκή βαμβακερή σατέν κλωστή. Από κάτω συνδυάζονταν με κορσέ, ένα δεύτερο φόρεμα και πουκαμίσα.

Όταν ο Ναπολέων Βοναπάρτης παντρεύτηκε την Mαρία-Λουϊζα του Αψβούργου και της Λωρραίνης το 1810, η νύφη φόρεσε ένα παρόμοιο σε φόρμα λευκό νυφικό από μουσελίνα, με χρυσά κεντήματα και έναν κόκκινο αυτοκρατορικό μανδύα. Στο κεφάλι φορούσε τιάρα στολισμένη με πολύτιμους λίθους, ενώ τα μαλλιά της ήταν χτενισμένα σε κότσο σύμφωνα με την ρωμαϊκή μόδα.

Το νυφικό ακολουθούσε πάντα κάποια από τις κυρίαρχες τάσεις μόδας της εποχής του  και το ίδιο συνέβη και τον 19ο, τον 20ο και τον 21ο αιώνα. Εντονότερη ήταν η ομοιότητά του με τα βραδινά και επίσημα φορέματα, τόσο όσον αφορά στις φόρμες, όσον και στα υλικά κατασκευής και τη διακόσμησή του.

Την πρωτοκαθεδρία στην εισαγωγή των νέων στιλ είχαν κατά κανόνα οι ανώτερες τάξεις, οι σχεδιαστές μόδας αλλά και οι σταρ και τα σημερινά πρόσωπα της δημοσιότητας, που λειτουργούν ως πρότυπα.

Την εποχή του Ρομαντισμού, η βασίλισσα Βικτωρία της Αγγλίας ήταν υπεύθυνη για την καθιέρωση με το νυφικό της, το 1840, ενός πραγματικά ρομαντικού ύφους, όπου το λευκό χρώμα του σατέν υφάσματος, οι ασημί δαντέλες και η απλή κουάφ από άνθη πορτοκαλιάς αντικαθιστούσαν το κατά κανόνα βαρυφορτωμένο από πολύτιμους λίθους, αυλικό νυφικό. Δεν ήταν η πρώτη φορά που μια βασίλισσα δημιουργούσε τη δική της ενδυματολογική πρόταση που σύντομα θα γινόταν μόδα. Η Λαίδη Νταϊάνα της Αγγλίας επηρέασε με τη ρομαντική πληθωρική φόρμα του νυφικού της,  τη γραμμή των νυφικών της δεκαετίας του ‘80. Την ίδια όμως τάση επέβαλλε η ίδια η εποχή με την επιστροφή της στο παρελθόν και το ενδιαφέρον για το ιστορικό ρούχο που αναθερμάνθηκε από τον κινηματογράφο και τις ταινίες εποχής.

Κυρίαρχη χρωματική επιλογή για το νυφικό υπήρξε κατά περιπτώσεις και το μπλε. Ιστορικά είχε επίσης συνδεθεί με την αγνότητα. Ακόμα και οι αρχαίοι Ισραηλίτες στόλιζαν τα γαμήλια ρούχα με μπλε κορδέλες που υποδήλωναν αγάπη και πίστη. Οι δυτικές νύφες συχνά συμπεριλάμβαναν αυτό το χρώμα με διάφορους τρόπους στα νυφιάτικα τους. Τον 19ο αιώνα το μπλε νυφικό αλλά και ορισμένα εξαρτήματα όπως οι μπλε ζαρτιέρες μέχρι τις μέρες μας, υπήρξαν επιλογές που συμβόλιζαν ενάρετο χαρακτήρα και σεμνότητα.

Στη  Συλλογή του Μουσείου Μόδας και Υφάσματος στο Παρίσι υπάρχει ένα μπλε σατέν νυφικό του 1881 με ουρά. Διακρίνεται από την γραμμή ταπισσιέ, (1860-1890) και το διάκοσμό του αποτελούν μπλε πέρλες και  κρύσταλλοι που σχηματίζουν φυτικά μοτίβα.  

Η γραμμή S στα τέλη του 19ου αιώνα, καθιέρωσε το λευκό και υπόλευκο φόρεμα με μια μακριά ουρά και πολύ δαντέλα πάνω στο βασικό ύφασμα  όχι μόνο σαν νυφικό, αλλά και ως καθημερινό ένδυμα των εύπορων κυριών. Όπως μαρτυρούν ορισμένα νυφικά της δεκαετίας 1888-1900 από την παραπάνω συλλογή, το μπλε χρώμα χρησιμοποιείται και πάλι, είτε σε ολόκληρο το νυφικό, είτε σε μπορντούρες πάνω στη βάση ενός κρεμ σατέν. Τον 20ο αιώνα όμως, το λευκό χρώμα ως κύριο χρώμα του νυφικού στη Δύση, επέβαλλε ουσιαστικά η Coco Chanel.

Η χειραφέτηση των γυναικών, στις αρχές του 20ο αιώνα οδήγησε στην υιοθέτηση ενός πρακτικότερου τύπου ενδύματος. Ανδρόγυνες γραμμές διέκριναν και τα νυφικά του ΄20, όπου το μάκρος μπορούσε να φτάσει μέχρι το γόνατο. Το μακρύ πέπλο από τούλι αντιστάθμιζε το κενό. Στα νυφικά των μεταγενέστερων  εποχών αφενός μεν εμφανίστηκαν μαξιμαλιστικές τάσεις επιστροφής στο παρελθόν, τάσεις εξωτισμού και δανειοδότησης  από τα κοστούμια άλλων αγνώστων πολιτισμών, αφετέρου δε εμφανίστηκαν μινιμαλιστικές τάσεις και σταδιακά από το 1960 και μετά, ακόμη και προκλητικά νυφικά.  Όλοι οι διάσημοι σχεδιαστές μόδας του 20ου και 21ου αιώνα σχεδίασαν νυφικά, πειραματιζόμενοι  περισσότερο ή λιγότερο τολμηρά με το είδος. Από ορισμένα σωζόμενα κομμάτια που υπάρχουν σε μουσειακές συλλογές θα ξεχωρίσουμε μερικά. Ορισμένες δημιουργίες παράξενης γεωμετρίας και απλότητας για το είδος αυτό του τελετουργικού ρούχου, ανήκουν στον ΜariannoFortuny και στην Madellene Vionnet (δεκαετία 1920), στους Christobal Balenciaga και Paco Rabanne (δεκαετία 1960). ΟFortuny σχεδίασε το φόρεμα «Δέλφος», σύμφωνα με το αρχαιοελληνικό πρότυπο του χιτώνα. Πρόκειται για ένα πτυχωμένο μάξι  σωληνοειδές μεταξωτό ένδυμα που οι καλλιτέχνιδες και οι πιο τολμηρές κυρίες της εποχής του ΄10 και του ΄20 χρησιμοποίησαν και σαν νυφικό. Η  Vionnet δημιούργησε το πρότυπο της θεάς του ΄20, καθώς χρησιμοποίησε σατέν, μεταξωτά κρεπ και μουσελίνες για χυτά, θηλυκά βραδινά και νυφικά, αξιοποιώντας ιδιαίτερες τεχνικές κοπής.

Το πρότυπο αυτό ενισχύθηκε με την βοήθεια των σταρ του Χόλιγουντ στην πιο θηλυκή μόδα του΄30. Το ΄40 οι γραμμές έγιναν πιο τετράγωνες και στρατιωτικές. Το ΄50 ο

Dior με το New Look πρότεινε στις στερημένες από την πολυτέλεια γυναίκες μετά τον πόλεμο, ένα ύφος που τις μεταμόρφωνε πάλι σε κομψές πριγκίπισσες, με μέση δαχτυλίδι, υπερτονισμένο στήθος και υπερβολικό όγκο στη φούστα, εξαιτίας της επανεμφάνισης των φουρό. Στη δεκαετία του ΄60 ο Balenciaga σχεδίασε νυφικά με εντελώς νέες φόρμες, εμπνεόμενος πιθανόν από την πρόοδο στην τεχνολογία και τις ανακαλύψεις στο διάστημα.

Το 1967, ο Rabanne σχεδίασε για την Marie-Christine Perreau-Saussine ένα χάρτινο νυφικό που διέθετε διάκοσμο από χάρτινα λουλούδια, αζούρ μανίκια και μια ουρά μήκους τεσσάρων μέτρων. Η επιλογή της νύφης ήταν αρκετά τολμηρή για την εποχή. Το χαρτί ήταν ένα υλικό κατασκευής ενδυμάτων που χρησιμοποιήθηκε μέσα στο πνεύμα της ποπ κουλτούρας της δεκαετίας του ‘60. Συνήθως οι νεαρές νύφες που ήταν σε θέση πλέον, κυρίως μετά τη δεκαετία του ’50,  να επιλέγουν  τους συντρόφους τους αλλά και το σχέδιο του νυφικού τους,  εμφανίζονταν με νυφικά μίνι σε γεωμετρικές γραμμές με περιορισμένο διάκοσμο τονίζοντας  το στοιχείο της παιδικότητας-νεανικότητας.

Από τη δεκαετία του ΄70 και μετά, επανέρχονται στη μόδα ορισμένες φόρμες νυφικού που στοχεύουν στο να βοηθήσουν τη νύφη να ενσαρκώσει τον ιδανικό ρόλο που η ίδια επιλέγει την ημέρα του γάμου της. Άλλοτε πρόκειται για την πριγκίπισσα του παραμυθιού, ένα είδος Σταχτοπούτας,  με στενό κορσάζ και φούστα με πολλά φουρό, ή ένα μεικτό στιλ που δανείζεται στοιχεία από την Αναγέννηση, το Μπαρόκ, το Ροκοκό, τον Ρομαντισμό και το  New Style του Dior του΄50, άλλοτε για την μεσαιωνική φιγούρα της αδύναμης νεαρής Οφηλίας, με έμφαση στη χυτή φόρμα που προσθέτει ύψος στη φιγούρα και έμφαση στα στολισμένα με άνθη λυτά μακριά μαλλιά. Ανάλογα νυφικά είχαν χρησιμοποιήσει και οι χίπις το ΄70 αλλά σε πιο φολκλορ ύφος. Άλλοτε πάλι πρόκειται για μια απλή φόρμα σε γραμμή Α - οι δυνατότητες είναι απεριόριστες, το αποτέλεσμα ωστόσο έχει πάντα σχέση με την αξία που δίνεται στην γαμήλια τελετή και το πολιτισμικό πλαίσιο που θα την υποστηρίξει : θρησκευτικός ή πολιτικός γάμος, το είδος του περιβάλλοντος, ο ρόλος του ίδιου του ζεύγους, οι ρόλοι του κοινού, καθώς και πολλοί άλλοι παράγοντες.  Πρόκειται πάντα για ένα έντονα «θεατρικοποιημένο»  επεισόδιο- σταθμό, όπου ειδικά η νύφη γίνεται η μεγάλη πρωταγωνίστρια. Το κοστούμι της θα πρέπει να είναι το ανάλογο.

 

 

Βιβλιογραφία:

Worsley Harriet, The white Dress, Fashion inspiration for brides, Laurence King Publishing

,London, 2009.

Druesedow Jean, In style ,Celebrating fifty years of the Costume Institute, Metropolitan Museum of Art,N.Y.,1987.

The collection of the Kyoto Costume Institute, Fashion, Taschen, Koln, London, L.A., Madrid, Paris, Tokyo,2005.

Musée de la mode et du textile, L’ album du Musée de la mode & du textile, Paris, 1997.

Boucher Francois, 20000 years of fashion, Harry N.Abrams, Inc.Publishers, N.Y.,1987

Άτοπος, Χρααατς! Μόδα από χαρτί, Αθήνα,2007.

Γκορέτσκι Πεκρίδου Αναστασία,   Η μόδα στην αρχαία Ελλάδα, Παπαδήμας, Αθήνα, 1993.

Μοντέτ  Πιέρ, Η καθημερινή ζωή στην αρχαία Αίγυπτο, Παπαδήμας, Αθήνα, 1990.

Βάλτερ Ζεράρ, Η  καθημερινή ζωή στο Βυζάντιο, Παπαδήμας, Αθήνα, 1994.

Κολόμποβα Κ.Μ.- Οζερτσκάϊα Ε.Λ, Η καθημερινή ζωή στην αρχαία Ελλάδα, Παπαδήμας, 1996.

Κοντενώ Ζώρζ, Η καθημερινή ζωή στην Βαβυλώνα και στην Ασσυρία , Παπαδήμας, Αθήνα, 1989.

Φλασεριέρ Ρόμπερτ, Ο έρωτας στην αρχαία Ελλάδα, Παπαδήμας, Αθήνα, 1995.

">

">

">